Μετά τα ιερά Αναγνώσματα (Αποστολικό και Ευαγγελικό), και το θείον κήρυγμα, η Εκκλησία αισθάνεται την ανάγκη να προσευχηθεί για όλους τους ευσεβείς και Ορθοδόξους Χριστιανούς, που δέχονται το λόγο του Θεού, φυλάττουν τις εντολές του Ευαγγελίου και αγωνίζονται να ακολουθήσουν τα ίχνη του Χριστού στην καθημε­ρινή τους πορεία. Ο Διάκονος απευθύνει, ως συνήθως τις προτροπές για προσευ­χή στους πιστούς κι εκείνοι ανταποκρίνονται με το "Κύριε ἐλέησον". Ο δε, Λειτουργός Ιερέας, προ της Αγίας Τραπέζης, χαμηλόφωνα παρακαλεί τον Θεόν να τον αξιώνει με καθαρή συνείδηση να ιερουργεί τα άγια Μυστήρια. Επίσης δέεται ο Ιερέας για τους συμπροευχομένους πιστούς να αξιωθούν να κοινωνήσουν τα Άγια Μυστήρια χωρίς ενοχή και καταδίκη, αλλά με αυτά να κληρονομήσουν την Βασιλεία των Ουρανών.

Μας εντυωσιάζει το γεγονός ότι η πρώτη δέηση που απευθύνει ο Διάκονος είναι: " Εἴπωμεν πάντες ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας ἡμῶν εἴπωμεν". Η Εκκλησία μας καλεί για μία ακόμη φορά σε εγρήγορση. Μας καλεί όλους μαζί με όλη μας την ψυχή και με ολόκληρες τις διανοητικές μας δυνάμεις να απευθυνθούμε στον Κύριο και να Τον παρακαλέσουμε για τις δικές μας ανάγκες, αλλά και για τους αδελφούς μας, ώστε να μας χαρίσει το πλούσιον έλεός Του.

Και για όλα αυτά να παρακαλέσουμε με θέρμη και πίστη, όχι επιφανειακά και τυπικά, όπως μπορεί να συμβεί όταν είμαστε απρόσεκτοι. Υπήρξαν περιπτώσεις στη ζωή του Κυρίου, που όταν κάποιος Του ζητούσε τη βοήθειά Του ο Κύριος δεν ικανοποιούσε αμέσως το αίτημά του, αλλά πρώτα επιδίωκε να αναθερμάνει την πίστη του. Όπως στην περίπτωση του δυστυχισμένου εκείνου πατέρα, του οποίου ο γιος του είχε κυριευθεί από δαιμονικό πνεύμα. (Βλ.Μάρκ. 9:14-27). Στην αρχή, επειδή απουσί­αζε ο Ιησούς στο όρος Θαβώρ ο πατέρας απευθύνθηκε στους Μαθητές του Κυρίου, για να θεραπεύσουν το παιδί. Εκείνοι δεν μπόρεσαν, όπως φάνηκε, και από την ολιγοπι­στία του πατέρα. Ο πατέρας ήθελε φυσικά να θεραπευθεί το παιδί του και παρακαλού­σε τους Μαθητές, αλλά και δεν το καλοπίστευε ότι μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Όταν επέστρεψε ο Κύριος ανάμεσά τους, ο πατέρας απευθύνεται στον Ίδιον τον Ιησού. Αλλά από τα λόγια που απευθύνει στον Κύριο φαίνεται η ολιγοπιστία του πατέρα: "Εάν μπορείς να κάνεις κάτι για το παιδί μου, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας". Η απάντηση-κλειδί που έλυσε το πρόβλημα ήταν τα λόγια του Ιησού προς τον πατέρα: "Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' αυτόν που πιστεύει" (Μάρκ. 9:23). Με την ομολογία του πατέρα: "Πιστεύω Κύριε. Βοήθησέ με, όμως, γιατί η πί­στη μου δεν είναι δυνατή" (9:24) το θαύμα έγινε και το παιδί θεραπεύτηκε από το δαιμόνιο.

Επομένως, όταν ζητούμε κάτι στην προσευχή μας και δεν τό λαμβάνουμε, να μη σχηματίζουμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι "ο Θεός δεν με ακούει" (όπως λένε μερικοί) αλλά να εξετάζουμε με ειλικρίνεια τη δική μας συνείδηση, εάν πράγματι πιστεύουμε απόλυτα ότι ο Θεός έχει τη δύναμη να εκπληρώσει το αίτημά μας. Άλλωστε, το είπε ο Αδελφόθεος Ιάκωβος: "Ζητείτε κάτι και δεν το παίρνετε διότι κακῶς το ζητάτε" (Ιακ. 4:3).

Για όλους αυτούς τους λόγους η Εκκλησία προτρέπει το εκκλησίασμα πριν απ' όλα τα άλλα αιτήματα: "Όλοι μας, οι πάντες, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας ἡμῶν να εἴπωμεν".

Ο Διάκονος με τους πιστούς δέονται να αποδεχθεί τα αιτήματά μας και ως εύσπλαχνος Θεός να μας ελεήσει. Γνωρίζουμε ότι είμαστε ένοχοι ενώπιόν Του και δέν μπορούμε να έχουμε καμμία απαίτηση, αλλά παίρνουμε δύναμη από την αγάπη και το μέγα έλεος, που επήγασε από τη Θυσία του Σταυρού, και έτσι τολμούμε να ζητούμε την χάρη Του.

Μετά το γενικό αίτημα για όλους τους ευσεβείς Ορθοδόξους Χριστιανούς, ο Διάκονος συνεχίζει τα αιτήματα:

Υπέρ του Αρχιεπισκόπου του τόπου, των ιερέων, Διακόνων και όλων των κληρικών που προσφέρουν τη διακονία τους στους ιερούς ναούς.

Υπέρ υγείας, συγχωρήσεως, ειρήνης και σωτηρίας όσων διαμένουν στην Ενορία ή στο Μοναστήρι και την ευρύτερη περιοχή.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται υπέρ εκείνων πού κτίζουν ναούς και Μοναστήρια και φροντίζουν για τη συντήρησή τους· επίσης δεόμεθα και γιά τους Ψάλτες, τους νεωκόρους και για όλους εκείνους που φροντίζουν για την ομαλή διεξαγωγή των έργων της Ενορίας και κατά κάποιον τρόπον γίνονται ωφέλιμοι στο κοινό καλό της Εκκλησίας.

Γι' αυτούς τους λόγους, έχουμε χρέος να προσευχόμαστε για όλους τους ανωτέρω, αφού άλλωστε αυτοί κυρίως έχουν επιφορτιστεί με τα έργα της εύρυθμης λειτουργίας των ναών μας.

Στην Εκτενή αυτή σειρά των δεήσεων αναπέμπεται αίτηση υπέρ των κτιτόρων του ναού και πάντων των προαναπαυσαμένων πατέρων και αδελφών ημών. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι «οι Άγιοι Απόστολοι δεν καθόρισαν τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων πιστών κατά τη θεία Λειτοτουργία χωρίς σοβαρόν λόγον. Ήξεραν ότι πολλή πνευματική ωφέλεια και πολύ κέρδος αποκομίζουν οι ψυχές των κεκοιμημένων από τις προοσευχές των ζώντων μελών της Εκκλησίας. Ὁταν ολόκληρος λαός, με τους ιερείς του, με υψωμένα τα χέρια σε στάση προσευχής, κατά τη θεία Λειτουργία, καθικετεύει για όλες αυτές τις ψυχές, πώς είναι δυνατόν να μη τις ευσπλαχνισθεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός! Είναι κοινή πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι μεγίστη ανακούφιση παρέχεται στους κεκοιμημένους διά των δεήσεων που γίνονται γι' αυτούς κατά την θείαν Ευχαριστία». Γι' αυτό και τελούμε σε συνδυασμό με τη θεία Λειτουργία τα γνωστά Μνημόσυνα. Ας προσθέσουμε εδώ ότι, οι δεήσεις των ζώντων πιστών υπέρ των κεκοιμημένων, φανερώνουν ότι μεταξύ της επί γης στρατευομένης και της θριαμβεύουσας στον Ουρανό Εκκλησίας υπάρχει αδιάσπαστος και διαρκής στενός δεσμός. Όπως γράφει επιγραμματικά ο απόστολος Παύλος: "Όταν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο, κι όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για χάρη του Κυρίου. Εἴτε λοιπόν ζούμε είτε πεθαίνουμε ανήκουμε στον Κύριο" (Ρωμ. 14:8). Αμήν.

Πρόγραμμα

Τηλέφωνο για μεταφορά στην Εκκλησία +90(507)988-9565

Multimedia